- ταμπάκικο
- το, Ντο εργαστήριο τού ταμπάκη, βυρσοδεψείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκης + κατάλ. -ικο (πρβλ. μανάβ-ικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμπάκικο — το βυρσοδεψείο, εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυρσοδεψείο — το το εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία δέρματος, το ταμπάκικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)